- τερματίζει
- τερματίζωlimitpres ind mp 2nd sgτερματίζωlimitpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… … Dictionary of Greek
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
ακταρμάς — ή αχταρμάς, ο (λ. τουρκ. aktarma = αλλάζω την κατεύθυνση κάποιου, μεταβιβάζω) κοινός εμποροναυτικός όρος που σημαίνει μετεπιβίβαση ανθρώπων ή μεταφόρτωση εμπορευμάτων από ένα πλοίο σε άλλο. Αυτό γίνεται στις περιπτώσεις που το πρώτο πλοίο… … Dictionary of Greek
αυτοκτόνος — ο (Α αὐτοκτόνος, ον) αυτός τερματίζει μόνος βίαια τη ζωή του αρχ. 1. φρ. «ἄνδρες τεθνᾱσιν ἐκ χειρών αὐτοκτόνων» σκότωσαν ο ένας τον άλλο 2. φρ. «αὐτοκτόνα δῶρα» δώρα που φέρνουν θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κτόνος < κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολεμόκραντος — ον, Α αυτός που τερματίζει τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό κραντος] … Dictionary of Greek
τουλίπα — Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών του γένους τουλίπη (οικογένεια λειριιδών ή λιλιιδών, μονοκοτυλήδονα): πρόκειται για πολυετή, ποώδη φυτά με βολβό ωοειδή, κονδυλοειδή, σκεπασμένο με ένα μόνο καστανόχρωμο χιτώνα. Από τον βολβό αναπτύσσονται κάθε… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
αμφίλεπτα — (amphilepta). Γένος βλεφαριδωτών πρωτοζώων, που ζουν αποκλειστικά στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών. Είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και μόλις που φτάνουν το 1 χιλιοστό. Το σώμα τους καλύπτεται από βλεφαρίδες. To μπροστινό μέρος του σώματος… … Dictionary of Greek
Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… … Dictionary of Greek
Έντμοντον — (Edmonton). Πόλη (937.845 κάτ. το 2001) του Καναδά, πρωτεύουσα της επαρχίας Αλμπέρτα (661.848 τ. χλμ., 2.974.807 κάτ.). Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 665 μ., στην αριστερή όχθη του ποταμού Σασκάτσιουαν, στις ανατολικές υπώρειες των Βραχωδών Ορέων.… … Dictionary of Greek